Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

αδράχτι: η βέργα που περιστρέφεται και κλώθει την κλωστή. Στο κάτω μέρος του αδραχτιού στερεώνεται το σφοντύλι. Με τη ρόκα, το αδράχρι και το σφοντύλι γίνεται το γνέσιμο.
ανέμη: όργανο υφαντικής, στο οποίο τοποθετούνται οι κούκλες του νήματος, για να τυλιχτούν στα καλάμια ή στα μασούρια.
αντί: εξάρτημα του αργαλειού. Πρόκειται για ένα κυλινδρικό ξύλο στο οποίο τυλίγεται το στημόνι. Ο αργαλειός έχει δύο αντιά, το μπροστινό και το πίσω. Στο πίσω τυλίγεται τι στημόνι, ενώ στο μπροστινό το έτοιμο ύφασμα.
αργαλειός: η υφαντική συσκευή.
βελέντζα με κρόσια : Υφαντό, φτιαγμένο με χονδρό υφάδι γινόταν στον αργαλειό από μαλλί προβάτων , χτυπημένες στην ντρίστα για να γίνουν πυκνές . Χρησιμοποιούνταν ώς σκεπάσματα
βέστα γιλέκο από ύφασμα χονδρό μάλλινο χωρίς μανίκια. Φοριούνταν πάνω από το πουκάμισο, κούμπωνε στα πλάγια και είχε δυο μεγάλες τσέπες μπροστά.
βρακί άσπρο ίδιο σχέδιο με το μπενεβρέκι, μακρύ έδενε πάνω από τον αστράγαλο

γιλέκο: Είδος ανδρικού εσωτερικού ρούχου χωρίς μανίκια(γελέκο)                                         
γνέσιμο: το στρίψιμο του μαλλιού με τα χέρια από τη γυναίκα για να γίνει το μαλλί κλωστή. Χρησιμοποιεί ρόκα, αδράχτι και σφοντύλι.
διάσιμο: η τακτοποίηση του στημονιού για να μπει στον αργαλειό.
δοξάρι: τόξο με χορδή μήκους 1μ. περίπου, που χρησιμοποιείται για το κόψιμο του βαμβακιού.
δράμι : μονάδα μέτρησης βάρους που χρησιμοποιούταν στην Ελλάδα μέχρι το 1959. Ένα δράμι στην Ελλάδα ήταν ισοδύναμο με 3,203 γραμμάρια.      
                                                                                  
ζυγαριά: Όργανο υπολογισμού βάρους
ζύγια: Διάφορα μέτρα βάρους
ζουνάρι: Πλατιά από ύφασμα που μπαίνει στη μέση συνήθως χρώματος βυσινί ή καφέ (Ζωνάρι, ζωστάρι, ζωστήρι)       
                       
καζάνι: Μεγάλη μεταλλική κατσαρόλα                                                                                               
καλάμισμα (ή μασούρισμα): το περιτύλιγμα της κλωστής σε ξυλάκια ή καλαμάκια για να γίνουν μασούρια ή κουβάρια, με τη βοήθεια της ανέμης και της σβίγας.
καντάρι: Όργανο μέτρησης βάρους                                                                                                                   
κάπα: Χοντρό πανοφώρι χωρικών από τρίχες γίδας με κάλυμμα κεφαλής                                          
κασέλα: Ξύλινο μπαούλο συνήθως σκαλιστό που φυλασσόταν ρούχα και πολύτιμα αντικείμενα
κιλίμι: Πρόχειρο στρωσίδι, φτιαγμένο από μαλλί                                                                                    
κοντογούνι :  Είδος κοντού και χοντρού ρούχου χωρικών                                                                  
κόπανος: Ξύλινη σανίδα για το πλύσιμο των ρούχων                                                                            
κοφίνι: Πλεκτό στο χέρι καλάθι                                                                                                              
κόψιμο (του βαμβακιού): γίνεται με το δοξάρι. Αντιστοιχεί με το ξάσιμο και το λανάρισμα του μαλλιού.
λανάρι: ξύλινο εργαλείο με μεταλλικά δόντια σα βούρτσα για να γίνει το μαλλί αφράτο . Χρησιμοποιείται στο λανάρισμα.
λανάρισμα: το άνοιγμα του μαλλιού και το ξάσιμό του από τη γυναίκα, καθώς μπλέκεται μέσα στα δόντια των λαναριών.
μαγκάλι: Μεταλλικό σκεύος για θέρμανση όπου τοποθετούσαν κάρβουνα                                           
μασούρι: μικρό καλάμι, όπου τυλίγεται το νήμα του υφαδιού στη σβίγα. Έπειτα τοποθετείται στη σαΐτα.
μεταξοσκώληκας : σκουλήκι που το σάλιο του μόλις βγεί από το στόμα του σαν υγρό υγροποιείται και γίνεται κλωστή, η περίφημη μεταξένια κλωστή
μιτάρι: εξάρτημα του αργαλειού κατασκευασμένο με χοντρά νήματα στηριγμένα σε δύο παράλληλες βέργες. Ανάμεσα στα μιτάρια περνά το στημόνι.
μίτωμα: το πέρασμα του στημονιού από τα μιτάρια.
μουριές : των οποίων τα φύλλα είναι η μοναδική τροφή του μεταξοσκώληκα
μπενεβρέκι ή σιαγιάνι είδος βράκας από ύφασμα μάλλινο (δίμυτο) σε χρώμα μαύρο, υφασμένο στον αργαλειό του σπιτιού. Φαρδύ με σέλα που κρέμονταν αρκετά στο πίσω μέρος. Δύο βαθιές τσέπες στα πλάγια, ίδιο μπρος πίσω με μάκρος ως τα παπούτσια. Δένονταν στη μέση με μια λουρίδα από ύφασμα, περασμένη εσωτερικά που με το σφίξιμο σχημάτιζε σούρα.
μπαούλο: Ξύλινο κουτί που φυλασσόταν ρούχα και πολύτιμα αντικείμενα
μπάντα : υφαντο διακοσμητικό που το κρεμούσαν στον τοίχο και είχε ωραία και περίτεχνα σχέδια.
μπούστο: Γυναικεία φορεσιά από τη μέση και πάνω   
                                                                    
ντρίστα (νεροτριβή): ξύλινη κατασκευή κοντά σε ποτάμι, όπου ρίχνουν τα χοντρά μάλλινα υφαντά για να χτυπηθούν από το νερό.
ντιβάνι: Είδος χαμηλού κρεβατιού                                                                                                            
ντορβάς: Υφαντός μικρός οδοιπορικός σάκος (ντρουρβάς)                                                                   
ντουλαμάς φοριούνταν πάνω από τη βέστα, ήταν από το ίδιο ύφασμα χωρίς γιακά και κουμπιά με μάκρος ως τη μέση.
ξάσιμο: το άνοιγμα του μαλλιού με τα χέρια από τη γυναίκα, για να το καθαρίσει από ξένες ουσίες.
οκά : ήταν Οθωμανική μονάδα μέτρησης μάζας. Ύστερα από την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, συνέχισε να χρησιμοποιείται στα κράτη που προέκυψαν από τη διάλυσή της, συνήθως παράλληλα με τις μονάδες του μετρικού συστήματος. Η οκά υποδιαιρούνταν σε 400 δράμια.         

παλάντζα: Ζυγαριά με δύο δίσκους έναν για σταθμά και έναν για το αντικείμενο που ζυγίζεται
πατήτρα: εξάρτημα του αργαλειού όπου πατά η υφάντρα και ανεβοκατεβαίνουν τα μιτάρια για να διασταυρώνεται το στημόνι με το υφάδι.
πλάστιγγα: Ζυγαριά για μεγάλα βάρη                                                                                                           
πουκάμισο : από ύφασμα του αργαλειού
ρόκα: ξύλινο στήριγμα της τουλούπας, απ’ όπου η γυναίκα τραβά λίγο-λίγο το μαλλί για να το γνέσει.
σάγισμα: Υφαντή στρώση από μαλλί γίδας
σαΐτα: Εργαλείο υφαντικής του αργαλειού                                                                                              
σακούλι: Υφαντός πολύχρωμος σάκος                                                                                                    
σάλι: Γυναικείο ρούχο πλεχτό ή μάλλινο που χρησιμεύει για να σκεπάζει τους ώμους                                
σεντούκι: μπαούλο παλιάς εποχής
σίδερο: Σίδερο για σιδέρωμα ρούχων με κάρβουνο                                                                               
σκούφος: Εφαρμοστό κάλυμμα του κεφαλιού
σκ΄φούνια : κάλτσες μάλλινες πλεχτές με πολλά στολίδια , ενώ απλά κάλτσες λέγοταν οι μπαμπακερές 
σλιάχι: Δερμάτινη θήκη για όπλα, ξίφος ή μαχαίρια (Σελάχι)                                                                        
σκάφη :  Ξύλινο ή μεταλλικό κατασκεύασμα που χρησιμοποιείται για πλύσιμο, ζύμωμα                        
στημόνι: το νήμα που τοποθετείται κατά μήκος του αργαλειού για να χρησιμοποιηθεί ως βάση του υφαντού. Κατά την ύφανση διασταυρώνεται με το υφάδι και σχηματίζεται το ύφασμα.
σφοντύλι: κωνικό κομμάτι ξύλου που δίνει το απαραίτητο βάρος στο αδράχτι για να περιστρέφεται.
τάβλα: Χαμηλό τραπέζι
ταγάρι: Υφαντή τσάντα των χωρικών                                                                                             
τρόκνια: Υφαντή κούνια για μωρά                                                                                                        
τρουβάς: Σάκος υφαντός που τον πέρναν οι χωρικοί
τσακμάκι: Παλιός αναπτήρας
τσαντίλα: Ειδικό σακούλι για στράγγισμα τυριού
τσικρίκι (Ροδάνι): Ειδικό εργαλείο με το οποίο περνιέται στα μασούρια το νήμα της ανέμης
τσιμπίδα: Μεταλλική λαβίδα για ανακάτεμα φωτιάς
τσουβάλι: Μεγάλο σακί
τσουρέπια: Πλεκτές κάλτσες
τσεμπέρι : κομμάτι ύφασμα που καλύπτουν το κεφάλι τους οι γυναίκες (μαντήλα)                                 
τύλιγμα: το τύλιγμα του στημονιού στο πίσω αντί του αργαλειού.
υφάδι: το νήμα που περνά με τη βοήθεια της σαΐτας ανάμεσα από τα νήματα του στημονιού και διασταυρώνεται κάθετα μαζί τους. Έτσι γίνεται η ύφανση.
υφαντό: Αυτό που έχει φτιαχτεί στον αργαλειό    
                                                                                   
φανέλλα : υφαντή η πλεχτή μάλλινη ή μαλλοβάμβακη ίδια χειμώνα καλοκαίρι.
φλωκάτη : Υφαντά, φλοκωτά στρωσίδια που γινόταν στον αργαλειό από μαλλί προβάτων (χασιά)   
                
χτένι: εξάρτημα του αργαλειού. Αποτελείται από μια σειρά λεπτά καλάμια με μικρές αποστάσεις μεταξύ τους, που προσαρμόζονται σε ξύλινο πλαίσιο (ξυλόχτενο). Στο χτένι περνούν κάθετα οι κλωστές του στημονιού. Το χτένι καθορίζει την πυκνότητα του υφάσματος.